Skip links

Συνέντευξη με τον Μουαμμέρ Κετέντζογλου

Klika, Mart 2010 – Gökçe Bayindir Goularas & Διονύσης Γουλάρας

Συναντηθήκαμε με τον Μουαμμέρ Κετέντζογλου ένα απόγευμα στην Πόλη. Ήρθε μαζί με τη γυναίκα του, την Ντενίζ. Η Ντενίζ είναι σύντροφός του εδώ και μερικά χρόνια όχι μόνο στη ζωή αλλά και στο πάλκο. Σπούδασε νομική και ήτανε δικηγόρος μέχρι που η αγάπη της για τον Μουαμμέρ και τη μουσική την έκανε να αφήσει τη δικηγορία για να ασχοληθεί με το τραγούδι. Χαμογελαστοί, ευγενικοί και πρόσχαροι. Δεν είναι τυπικοί. Έχουνε ζωντάνια και φρεσκάδα. Και τη μεταδίδουνε. Ξέρουμε ότι ο Μουαμμέρ είναι μεγάλος μουσικός. Ξέρουμε επίσης ότι έρχεται συχνά στην Ελλάδα και έχει συνεργαστεί με μεγάλους Ελληνες μουσικούς. Ο Μουαμμέρ παίζει ακορντεόν. Το ξέρει καλά το ρεμπέτικο. Και ακόμα περισσότερο, το αισθάνεται το ρεμπέτικο. Γεννημένος κοντά στη Σμύρνη, με μια πλευρά της οικογένειας του να έρχεται από τη Γευγελή, ήρθε από μικρός σε επαφή με τη μουσική. Κάπου στη πορεία αγάπησε την ελληνική μουσική, αγάπησε και το ρεμπέτικο. Δεν μπορεί να μας δει. Όπως και εμείς δεν μπορούμε να δούμε αυτά που βλέπει. Πίνουμε ένα τσάι και αποφασίζουμε να ξεκινήσουμε. «Ξέρετε, κάθε φορά που πηγαίνω στην Ελλάδα παίρνω θετική ενέργεια» μας λέει. Του εξηγούμε τι περίπου θα τον ρωτήσουμε και εκεί έρχεται η πρώτη έκπληξη. Μας λέει ότι δεν είναι ένας μεγάλος διανοούμενος και ότι θα χρησιμοποιήσει τη διαίσθηση του για να μας απαντήσει. Η σεμνότητα είναι κάτι που πάντα εντυπωσιάζει. Ειδικά όταν προέρχεται από ανθρώπους σαν τον Μουαμμέρ. Μας μίλησε για πολλά. Για την πρώτη του επαφή με το ρεμπέτικο, για το ρόλο που έπαιξε για τη διάδοση του στην Τουρκία, την άποψη του για τις περιόδους του ρεμπέτικου και κάποια από τα είδη του. Μας μίλησε επίσης και για τα κοινά ελληνοτουρκικά τραγούδια. Εκεί μας αποκάλυψε τις μουσικές του ανησυχίες καθώς και τις μουσικές του αναζητήσεις που αφορούν τους δύο λαούς που ζουν εκατέρωθεν του Αιγαίου. Μας φάνηκε σαν όραμα. Ένα όραμα συνεργασίας, σεβασμού και προπάντων αγάπης.

Κύριε Κετέντζογλου θα μπορούσατε να μας μιλήσετε λίγο για εσάς;
Γεννήθηκα στην Τίρε (Θύρα) κοντά στη Σμύρνη το 1964. Άρχισα να ασχολούμαι από μικρός με τη μουσική στο σχολείο και διάλεξα το ακορντεόν. Αργότερα ήρθα στην Κωνσταντινούπολη όπου και σπούδασα ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου. Γενικά, σαν μουσικός ενδιαφέρομαι πολύ για την μουσική των άλλων λαών. Έχω μία προτίμηση για τη μουσική της δυτικής Τουρκίας και των βαλκανικών λαών. Η ελληνική μουσική με έχει τραβήξει πολύ. Και ιδιαίτερα το Ρεμπέτικο.

Τι είναι για σας το Ρεμπέτικο;
Με το Ρεμπέτικο, πολλοί άνθρωποι ασχολήθηκαν και έκαναν διάφορες θεωρίες γύρω από αυτό. Ορίστηκε πολλές φορές και διαφορετικά. Εγώ εδώ, επειδή μου το ζητάτε θα σας πω τη δικιά μου άποψη. Καταρχήν το Ρεμπέτικο είναι το είδος μουσικής με το οποίο αισθάνομαι ότι ταυτίζομαι. Όταν ακούω ή παίζω Ρεμπέτικο αισθάνομαι ότι γίνομαι ένα με αυτή τη μουσική. Βέβαια ακούω ελληνική μουσική από τα παιδικά μου χρόνια. Όμως αυτή η μουσική είχε κάτι που με απορροφούσε, είχε κάτι που με καλούσε. Θα σας πω κάποιες λεπτομέρειες που δεν είναι πολύ γνωστές. Το 1988 είχα πάει στη Βιέννη σε ένα φίλο. Το Ρεμπέτικο το ανακάλυψα εκεί. Όταν άκουσα για πρώτη φορά Ρεμπέτικα τραγούδια έμεινα άναυδος. Η πρώτη ανθολογία Ρεμπέτικου που άκουσα είναι η συλλογή «Πέντε Ελληνες στον Άδη». Ήταν ένα άλμπουμ με δύο δίσκους. Αυτή ήταν και η πρώτη μου επαφή με το Ρεμπέτικο.

Η Ντενίζ και ο Μουαμμέρ Κετέντζογλου κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.

Καταλαβαίνατε τα λόγια από τα τραγούδια;
Όχι, δεν καταλάβαινα τίποτα. Στη συνέχεια, πάλι στη Βιέννη, βρήκα μία ανθολογία με 6 δίσκους με τίτλο «Η ιστορία του Ρεμπέτικου». Αυτοί οι δίσκοι ήταν τα πρώτα μου βήματα. Εκείνη την εποχή σπούδαζα στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου. Είχα φίλους από τη Δυτική Θράκη και τους παράγγελνα δίσκους από Ελλάδα. Όλα μου τα χρήματα τα ξόδευα σε δίσκους! Τότε συνέβη και κάτι άλλο: όσο περισσότερο γνώριζα το Ρεμπέτικο, τόσο περισσότερο αισθανόμουνα ότι είναι το καθήκον μου, η υποχρέωσή μου να το παρουσιάσω στην Τουρκία. Εκείνη την εποχή στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για το Ρεμπέτικο. Οι άνθρωποι εκεί το υποδέχονταν με μεγάλο ενδιαφέρον και θαυμασμό. Υστέρα από τόσα χρόνια οι Τούρκοι προσπαθούσαν να ανακαλύψουν αυτή τη μουσική. 

Πώς στην Τουρκία ο κόσμος ανακάλυπτε εκείνη την εποχή το Ρεμπέτικο;

Πρώτα απ’ όλα χάρη στην ταινία «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη. Εκείνη την εποχή στην Τουρκία άρχισαν να ακούγονται και άλλα είδη ελληνικής μουσικής. Τότε έκανα και ένα μικρό σχήμα με μερακλήδες μουσικούς. Παράλληλα άρχισα να κάνω σεμινάρια για το Ρεμπέτικο και έδωσα διαλέξεις σε πάρα πολλά κέντρα διασκέδασης και πολιτιστικά κέντρα.

Παράλληλα με τα τραγούδια που έπαιζα παρουσίαζα επίσης και τραγούδια μέσα από παλιές αυθεντικές ηχογραφήσεις. Εκείνη την περίοδο ήμουνα ο μόνος που ασχολήθηκε με την παρουσίαση και την προβολή του Ρεμπέτικου αφού κανένας άλλος δεν ενδιαφερόταν. Αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Τότε ένας διάσημος δημοσιογράφος με ονόμασε «Ρεμπέτικο Μουαμμέρ» (γελάει). Κανένας βέβαια δεν μου ανάθεσε αυτόν το ρόλο, τον ανέλαβα μόνος μου. Και αυτό σας το λέω με κάποια πικρία, γιατί κανένας άλλος δε θέλησε να ασχοληθεί πριν από μένα. Αυτά που σας περιγράφω έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Σήμερα βέβαια στην Τουρκία υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που ασχολούνται με το Ρεμπέτικο και τη διάδοσή του. 

Βλέπουμε ότι στους δίσκους όπου παρουσιάζετε το Ρεμπέτικο υπάρχει και μία παιδαγωγική διάθεση. Ενδιαφέρεστε να δώσετε στοιχεία γι’ αυτά τα τραγούδια.
Ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι αγαπάω πολύ αυτή τη μουσική και παράλληλα ενδιαφέρομαι και για την ιστορία των μουσικών. Σε κάθε είδος μουσικής που ασχολούμαι ενδιαφέρομαι και για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε. Το θεωρώ πολύ σημαντικό. Ίσως επειδή παρουσίαζα για πρώτη φορά το Ρεμπέτικο με ενδιέφερε να γίνει σωστά. Εκείνα τα χρόνια ήμουνα πολύ ευτυχής όταν έκανα αυτή τη δουλειά.

Συμφωνείτε με την προσθήκη τούρκικων στίχων σε ρεμπέτικα τραγούδια;
Όπως γνωρίζετε, η γλώσσα του Ρεμπέτικου είναι η ελληνική. Αυτά τα τραγούδια έχουν μια ιστορία, έχουν τη δική τους ζωή. Προσωπικά δεν μπορώ να φανταστώ ότι το Ρεμπέτικο πρέπει να γίνει ένα είδος τούρκικης μουσικής βάζοντάς του τούρκικα λόγια, παρόλο που το μουσικό ύφος του έχει ανατολική χροιά. Το Ρεμπέτικο είναι ένα ειδικό είδος μουσικής. Και στην Τουρκία χρειάζεται ένα ειδικό κοινό για να το ακούσει.

Από τότε που αρχίσατε να παρουσιάζετε το Ρεμπέτικο στην Τουρκία μέχρι σήμερα τι έχει αλλάξει;
Σήμερα στην Τουρκία ακούμε ελληνική μουσική. Στα εστιατόρια, στο δρόμο, στα μαγαζιά. Για μένα σημαίνει ένα πράγμα: ότι οι Τούρκοι θυμήθηκαν ότι οι δύο λαοί είναι αχώριστοι, όπως το δάχτυλο με το νύχι. Αυτό δε δημιουργήθηκε τώρα. Υπήρχε. Απλά το ξαναθυμηθήκαμε.

Πιστεύετε ότι αυτό το ενδιαφέρον για την ελληνική μουσική στην Τουρκία είναι το αποτέλεσμα, ο καρπός της ελληνοτουρκικής προσέγγισης που συμβαίνει σήμερα;
Για μένα είναι το αντίθετο. Πιστεύω ότι βρίσκεται στην πηγή, αποτελεί ένα από τα αίτια αυτής της προσέγγισης. Γιατί όπως γνωρίζετε, η ελληνοτουρκική προσέγγιση όπως την ξέρουμε γίνεται μετά το 1999. Ενώ αυτή η προσέγγιση άρχισε νωρίτερα, με την ταινία του Κώστα Φέρρη, με κάποιους δίσκους με ρεμπέτικα τραγούδια αλλά και άλλα ελληνικά τραγούδια που άρχισαν να ακούγονται εκείνη την εποχή. Βέβαια, δεν αντιλέγω ότι ο μεγαλύτερος παράγοντας της ελληνοτουρκικής προσέγγισης είναι οι καταστροφικοί σεισμοί που συνέβησαν στην Τουρκία το 1999.

Ξέρουμε ότι σας αρέσουν τα ζεϊμπέκικα…
Το ζεϊμπέκικο είναι ένα είδος μουσικής που το αγκαλιάζω με μεγάλη ευχαρίστηση. Τόσο τα ζεϊμπέκικα του ρεμπέτικου όσο και τα παραδοσιακά zeybek της Τουρκίας. Στην Ελλάδα υπάρχουν ζεϊμπέκικα με ρυθμική αγωγή και ύφος που δεν υπάρχουν στην Τουρκία. Για παράδειγμα, όταν προσπαθώ να τα παίξω έχω δυσκολίες να εξηγήσω στους μουσικούς μου πώς πρέπει να τα εκτελέσουν. Είμαι ένας θαυμαστής των Ελλήνων συνθετών που συνέθεσαν καταπληκτικά ζεϊμπέκικα. Αυτό το ζεϊμπέκικο δεν το έχουμε εδώ στην Τουρκία.

Η Ντενίζ και ο Μουαμμέρ Κετέντζογλου σε μια συναυλία το 2007

Πού οφείλεται το γεγονός ότι έχουμε δύο διαφορετικά είδη «ζεϊμπέκικου», το zeybek της Τουρκίας και το ζεϊμπέκικο της Ελλάδας;
Με βάση το zeybek και τα ζεϊμπέκικα που είχαν γίνει στην Ελλάδα έγιναν ζεϊμπέκικα με πολλές ποικιλίες. Η διαφορά αυτή οφείλεται από τη μία πλευρά στη δημιουργικότητα των Ελλήνων δημιουργών και από την άλλη στην έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των δύο λαών. Στην Τουρκία το zeybek παρέμεινε ένα είδος λαϊκής μουσικής. Ένας αριθμός συνθετών που συνέθετε για την οθωμανική μουσική, συνέθεσε zeybek αλλά ήταν εξαιρετικά σπάνια. Το πιο γνωστό είναι αυτό του Tanburi Cemil, «Μανταλένα». Μετά γράφτηκαν ελληνικά λόγια πάνω σ’ αυτό.
Ένας αριθμός σύγχρονων Τούρκων συνθετών που αγαπούν επίσης την ελληνική μουσική, όπως ο Cengiz Οnural, ο Κιρίκ Ατοπουλού, γράφουνε νέα ζεϊμπέκικα. Επίσης εγώ θα συνθέσω τα δικά μου ζεϊμπέκικα.
Ντενίζ: 
Τα έχει ήδη συνθέσει και θα κάνει ακόμα περισσότερα! Έχει κάνει ένα ελληνικό ζεϊμπέκικο, ένα μοντέρνο ζεϊμπέκικο. Το ονόμασε «Το ζεϊμπέκικο του Νοέμβρη». 
Μουαμμέρ:
Ναι, θα παρουσιαστεί στο καινούργιο μου δίσκο που θα βγει σε δύο μήνες περίπου και λέγεται «Ο ταξιδιώτης». Θα έχει μόνο δικές μου συνθέσεις. Σε μία από αυτές τις συνθέσεις το ίδιο τραγούδι υπάρχει δυο φορές: μια στα ελληνικά και μια στα τούρκικα. Στα ελληνικά το τραγουδάει η Ντενίζ και στα τούρκικα εγώ. Τα άλλα είναι οργανικά ζεϊμπέκικα. 

(Βρίσκουμε την ευκαιρία να ρωτήσουμε την Ντενίζ). Πώς σας φαίνεται να τραγουδάτε ελληνικά;

Ντενίζ: 
Ξέρετε, εδώ και πέντε χρόνια, μαζί με τον Μουαμμέρ έχω τραγουδήσει λαϊκά, σμυρναίικα και ρεμπέτικα τραγούδια. Από την παιδική μου ηλικία ενδιαφερόμουν για τα ελληνικά τραγούδια. Η γιαγιά μου από την πλευρά του πατέρα μου ήταν από τα Χανιά της Κρήτης, ήταν Τουρκοκρητικιά. Η μητρική της γλώσσα ήταν τα ελληνικά και μάλιστα όταν μιλούσε με τους συγγενείς και δεν ήθελε να καταλαβαίνουμε εμείς τα παιδιά, μιλούσανε ελληνικά. Οπότε τα ελληνικά ήτανε μέσα στην οικογένειά μου.
Μουαμμέρ:
Η Ντενίζ έγραψε μάλιστα και τα λόγια για το τραγούδι που σας ανέφερα πριν και που λέγεται «Gül Kokusu» (Αρωμα τριαντάφυλλου). Στην ελληνική του έκδοση τους στίχους έγραψε ο φίλος μου Γιώργος Κορδέλας και το τραγούδι έχει τίτλο «Τα Χελιδόνια». Αυτό θέλω πραγματικά, όχι μόνο να τραγουδάμε τα κοινά μας τραγούδια αλλά και να δημιουργήσουμε νέα κοινά μας τραγούδια. Για να ξαναγυρίσω λοιπόν στο ζεϊμπέκικο, στην Τουρκία οι συνθέτες ζεϊμπέκικου είναι πολύ λίγοι. Η διαφορά του σε σχέση με την Ελλάδα είναι ότι εδώ στην Τουρκία παραμένει ένα είδος παραδοσιακής μουσικής.

Στην Ελλάδα σπάνια θα δούμε οχτάσημο ζεϊμπέκικο. Στην Τουρκία το συναντούμε πιο συχνά. Γιατί αυτή η διαφορά;
Στην Ελλάδα πρακτικά δεν έχουμε οχτάσημο ζεϊμπέκικο. Εγώ πιστεύω ότι το ζεϊμπέκικο ήταν πάντα εννιάρι. Γιατί η ψυχή χτυπάει στο εννιάρι. Για μένα τα οχτάσημα δεν έχουν ζεϊμπέκικο ήχο. Βέβαια είναι συζητήσιμο, κάποιοι ερευνητές λένε ότι μπορεί και να υπήρχε. Σαν μουσικός όμως, όταν παίζω ζεϊμπέκικα, θέλω να αισθανθώ το εννιάρι. Τόσο σαν ρυθμό όσο και σαν εσωτερική δομή. Στην Ελλάδα μάλιστα έχουμε διαφορετικές ρυθμικές δομές. Όπως για παράδειγμα το απτάλικο ζεϊμπέκικο.

Υπάρχει το απτάλικο ζεϊμπέκικο στην Τουρκία;
Όχι. Εμείς τα zeybek τα ξεχωρίζουμε σαν βαρύ, πολύ βαρύ και γρήγορο γυναικείο zeybek. Εμείς δε δώσαμε συγκεκριμένα ονόματα για το ζεϊμπέκικο όπως έγινε στην Ελλάδα. 

Από πού λοιπόν βγαίνει το απτάλικο;
Μπορούμε να δώσουμε πολλές ερμηνείες. Η πρώτη είναι ότι είναι αυτοσχεδιαστικός χορός που μπορεί να χορεύεται λίγο «επιπόλαια». Είναι γενικά ένας χορός χωρίς κανόνες. Μπορεί να είναι ένας χορός μεθυσμένων. Αν έβλεπα θα μπορούσα να σας πω πιο εύκολα (σ.σ. γελάει). Η λέξη aptal, που σημαίνει άγαρμπος, συνδέεται με αυτή την ερμηνεία. Είναι και η πιο πιθανή για μένα. Από την άλλη έχουμε τη λέξη abdal όπου είναι άνθρωποι από την παράδοση των μπεκτασήδων που είναι άνθρωποι κοντά στο Θεό. Είναι συχνά ποιητές. Επίσης ονομάζουμε abdal μία φυλή που ήρθε από το Ιράν στην Κεντρική Ανατολία και έχουν τη δική τους μουσική. Αυτοί είναι Αλεβίτες. Δουλεύουν συχνά σαν μουσικοί και οι άλλοι άνθρωποι τους βλέπουν υποτιμητικά. Θεωρούνται τσιγγάνοι αλλά δεν είναι σίγουρο. Πάντως ζούσαν ξεχωριστά από τους άλλους. Ο κόσμος τούς θυμόταν όταν χρειαζότανε μουσικούς για τους γάμους και άλλες εκδηλώσεις. Βέβαια να σας πω ότι ο απτάλικος με τη μουσική των abdal δεν έχει καμία σχέση. Λείπει το εννιάρι στη μουσική τους.

‘Μόνο οι Ελληνες και οι Τούρκοι έχουν ζεϊμπέκικο. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι το ζεϊμπέκικο είναι ένας ελληνοτουρκικός καρπός’

Τελικά τι είναι το ζεϊμπέκικο;Μέχρι πρόσφατα πιστεύαμε ότι οι ζεϊμπέκηδες ζούσαν σ’ έναν περιορισμένο χώρο στην Ανατολία. Αλλά τελικά, το 19ο αιώνα οι ζεϊμπέκηδες ζούσαν σε μια ευρύτερη γεωγραφική περιοχή. Από το Νότο στη Σελεύκεια μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα στη Σαμψούντα στο Ορντού. Και όχι μόνο δίπλα στη θάλασσα αλλά και στην ενδοχώρα. Πριν από περίπου χίλια χρόνια ήρθαν στην Ανατολία οι Γιουρούκοι. Αυτοί είναι μια νομαδική φυλή και εγκαταστάθηκαν σε διάφορα σημεία. Οι περισσότεροι πήγαν στα βουνά. Μετά το 17ο αιώνα στην οθωμανική αυτοκρατορία υπάρχουν άνθρωποι που επαναστατούν εναντίον της. Αυτοί ζούσαν στα βουνά και σύμφωνα με τη γνώμη μου είναι Ελληνες και Γιουρούκοι. Η μουσική των ζεϊμπέκηδων είναι κοινός καρπός γιατί συμμετείχαν στον ίδιο σκοπό και ζούσαν παρόμοια ζωή. Προσωπικά πιστεύω ότι πολιτιστικά στοιχεία των Γιουρούκων αναμίχτηκαν με στοιχεία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Κι αυτό σας το λέω γιατί μέχρι στιγμής δεν έχω δει κάποια μουσική που να μοιάζει με το ζεϊμπέκικο σε καμία άλλη εθνότητα της οθωμανικής κοινωνίας. Μόνο οι Ελληνες και οι Τούρκοι έχουν ζεϊμπέκικο. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι το ζεϊμπέκικο είναι ένας ελληνοτουρκικός καρπός. 

Πώς βλέπετε τη σχέση Ελλήνων και Τούρκων σήμερα;
Ο Κεμάλ Ατατούρκ και ο Ελευθέριος Βενιζέλος δώσανε τα χέρια, αλλά ο λαοί απομακρύνθηκαν πολιτιστικά. Τώρα τα πράγματα αλλάζουν. Όταν πηγαίνετε στην Ελλάδα βλέπετε ότι οι Ελληνες αρχίζουν να ξαναμαθαίνουν τα τούρκικα. Από Θεσσαλονίκη και Αθήνα οι άνθρωποι έρχονται να μάθουν κανονάκι και άλλα όργανα. Οι άνθρωποι που ταξιδεύουν είναι πολλοί. Υπάρχουν ελληνικά μουσικά σχήματα που μέσα από την αναζήτηση τους για τη μουσική των Ρωμιών και τη μουσική της περιοχής γενικότερα παίζουν και τούρκικη μουσική ή μουσική που έχει τούρκικα στοιχεία. Για παράδειγμα το μουσικό σχήμα «Λωξάντρα» στη Θεσσαλονίκη. Ήτανε εδώ πριν από λίγο καιρό. Δεν παίζουν ακριβώς την τούρκικη μουσική αλλά η ερμηνεία τους μοιάζει της τούρκικης μουσικής. Ένα άλλο σχήμα είναι το «Τακίμ» όπου συμμετέχουν και Τούρκοι μουσικοί. Ανάμεσα σε άλλα τραγούδια παίζουν και ένα συγκεκριμένο αριθμό τραγουδιών του Göksel Βaktagir. Αν κοιτάξουμε από την τούρκικη πλευρά, η ελληνική μουσική είναι πολύ αγαπητή σήμερα. Τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας έχουν πολλαπλασιαστεί, όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στη Σμύρνη. Σήμερα πλέον υπάρχει μια διάθεση να γνωρίσει ο ένας τον άλλο. Στη νεότητά μου, όταν ασχολήθηκα με το Ρεμπέτικο, υπήρχε μόνο ένα μέρος για να μάθω ελληνικά. Σήμερα υπάρχουν πολλοί χώροι, όπως πανεπιστήμια, ιδιωτικά φροντιστήρια και ιδρύματα, όπου έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε αυτή τη γλώσσα. Όπως σας είπα προηγουμένως, πριν από χρόνια δώσαμε τα χέρια, αλλά αυτή η κίνηση έμεινε χωρίς συνέχεια. Σήμερα δίνουμε τη συνέχεια αυτή. 

Πώς βλέπετε τη συνεργασία μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων μουσικών;
Εδώ και χρόνια συνεργάζομαι με πολλούς Ελληνες μουσικούς. Κάνουμε συναυλίες με γνωστά κοινά ελληνοτουρκικά τραγούδια αλλά τώρα έχω κορεστεί τραγουδώντας μόνο αυτά. Έχει αρχίσει να με ενοχλεί ότι η κοινή μουσική μας κληρονομιά συνοψίζεται μόνο σε αυτό το ρεπερτόριο των 20 περίπου τραγουδιών. Το βρίσκω πολύ ανεπαρκές γιατί υπάρχουν και άλλα πολλά κοινά τραγούδια. Αυτά τα συγκεκριμένα μπορούμε να τα δούμε σαν ένα πρώτο ερασιτεχνικό βήμα, μιας και είναι πολύ γνωστά στον κόσμο. Εγώ προσωπικά έχω σχεδόν σταματήσει να τα παίζω. Κάποιες φορές το κάνω βέβαια, αλλά προτιμώ να παίζω κάποια άλλα που είναι λιγότερο γνωστά. Και μερικά από αυτά, μάλλον παίχτηκαν από μένα για πρώτη φορά. 
Έχω πειστεί ότι η επανάληψη αυτού του ρεπερτορίου καθυστερεί την πρόοδό μας. Πρέπει να κάνουμε μεγαλύτερες έρευνες σε εκείνα τα κοινά μας τραγούδια που δεν είναι γνωστά.

Αφίσα από τη συναυλία στη Ρόδο το Σεπτέμβρη του 2009

Τι προτείνετε για το μέλλον για τη συνεργασία Ελλήνων και Τούρκων μουσικών;
Μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα. Στην Ελλάδα και στην Τουρκία υπάρχουν σημαντικοί μουσικοί. Αν δουλέψουν μαζί, μπορούν να δημιουργήσουν μια μουσική που να έχει τη δική της ταυτότητα. Μια κοινή μουσική, όπου θα τη σκεφτούμε και θα τη δουλέψουμε μαζί, παίρνοντας το παράδειγμα της παραδοσιακής μας μουσικής. Εγώ φαντάζομαι μια καινούργια μουσική όπου θα προβάλλεται η κοινή μας μουσική πολιτιστική κληρονομιά. Να σας πω ότι στη Ρόδο το Σεπτέμβρη κάναμε μια καλή συναυλία. Ήμασταν τέσσερις Τούρκοι και τέσσερις Ελληνες μουσικοί με δύο Ελληνίδες τραγουδίστριες. Οργανώθηκε από τον ιδιοκτήτη μιας ταβέρνας που το έκανε στη παραλία, ανοιχτό στο κοινό. Ο ιδιοκτήτης της πλήρωσε τα πάντα. Τους άρεσαν πολύ τα τούρκικα τραγούδια. Για παράδειγμα το «Μανόλια» που τραγουδήθηκε και από το Στέλιο Καζαντζίδη. Ψάχνουμε αυτό που μας λείπει. Γι’ αυτό εμείς αγαπάμε την ελληνική μουσική και οι Ελληνες θέλουν να ακούσουν αυτό που δεν άκουσαν εδώ και πολλά χρόνια. Ο καθένας θέλει αυτό που δεν έχει. Για παράδειγμα εσάς σας αρέσουν οι τούρκικοι μεζέδες, αλλά εμάς μας αρέσουν οι ελληνικοί μεζέδες!

Κύριε Κετέντζογλου σας ευχαριστούμε.
Εγώ σας ευχαριστώ!